Αγγελικής Μαστρομιχαλάκη "Η Παναγία Ταξιδεύει με τα Παιδιά" Εικονογράφηση: Πέγκυ Φούρκα
Γλαροπούλια τους συνόδευαν στο δρόμο τους. Τα τρία αδέλφια καθισμένα σε ένα τραπέζι στο κατάστρωμα παρακολουθούσαν το ταξίδι των πουλιών στους ουράνιους δρόμους. – Μ’ αρέσουν τα πουλιά, φώναξε ο Μάριος. – Κι εμένα, κι εμένα! χοροπήδησε ο Βαγγέλης. – Κι εγώ τα νιώθω, τα νιώθω, σιγοψιθύρισε η Παναγιώτα και στρο- βιλίστηκε σαν μπαλαρίνα. – Πολλές φορές ταξιδεύω με τη φαντασία μου μαζί τους. Πετώ κι εγώ ελεύθερος ψηλά στον ουρανό και βρίσκομαι από το Αιγαίο πέλαγος ίσαμε το Άγιο Όρος, στο Περιβόλι της Παναγιάς, είπε νοσταλγικά ο Μάριος που αγαπούσε τόσο πολύ το ευλογημένο μέρος. Είχε ακούσει ότι εκεί η Παναγία ευλογούσε τις είκοσι μονές και φύλαγε τη φύση όμορφη και αγνή! – Εγώ προτιμώ τα περιστέρια, είπε ντροπαλά από το δίπλα τραπέζι η Μυρτώ. – Τα περιστέρια, γιατί; τη ρώτησε η Μαρία από την διπλανή παρέα. – Πετούν ανάμεσα στους ανθρώπους, τους συναναστρέφονται και ζουν μαζί τους συνέχεια. – Ναι, τα αγαπώ τα περιστέρια. Στην Τήνο, τη Σύρο, τη Σέριφο, τη Σίφνο αλλά και τη Μύκονο, τη Σαντορίνη και την Άνδρο, ζούνε χιλιά- δες περιστέρια, κάνοντας όσους τα βλέπουν να μη λησμονούν τις τρεις μεγάλες αρετές που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι. – Και ποιές είναι αυτές οι αρετές; αναρωτήθηκε ο Παναγιώτης, που είχε αντιρρήσεις σε όλα τα θέματα. – Η ελπίδα, η πίστη και η αγάπη, του απάντησε ο παππούς Μάριος. Στις Κυκλάδες, οι άνθρωποι μένουν σε ασβεστωμένα σπίτια που μοιάζουν με γλάρους στη στεριά, και τα περιστέρια στους περιστερώνες που είναι σαν παλάτια. Χιλιάδες περιστερώνες, με πορτούλες και παράθυρα, με δαντελωτά κεντίδια κι ανάγλυφα ή διάτρητα σχήματα σκαλισμένα στο χέρι, στεγάζουν τους φτερωτούς κατοίκους, που συμβολίζουν κάτι θαυμάσιο: την αγάπη, που δίνει νόημα και σημασία στη ζωή μας. Συμβολίζουν, ακόμη, την ειρήνη, που πρέπει να πρυτανεύει ανάμεσα στους ανθρώπους, όλων των λαών της γης. – Και θα τους δούμε τους περιστερώνες; αναρωτήθηκε με περιέργεια η Ευαγγελία. – Θα τους δούμε, είπε νοσταλγικά η γιαγιά, στις πλαγιές, στα χωράφια και στα υψώματα, δίπλα στα ξωκλήσια που τα καντήλια τους δεν σβήνουν ποτέ. Θα τους συναντήσουμε στους κάμπους ανάμεσα στα αγριολούλουδα. Και ξέρεις τα περιστέρια τα έχει ευλογήσει ο ίδιος ο Χριστός. Πώς να τα αφήσουν οι άνθρωποι πεινασμένα και άστεγα, ιδίως στην Τήνο. Τα περιποιούνται, τα φροντίζουν, τα καμαρώνουν. Ως και τεχνίτες έχουν που κατασκευάζουν τους περιστερώνες με υπομονή, προσοχή και μαστοριά. Μια μαστοριά μοναδική στον κόσμο την οποία διδάχτηκαν από τους γονείς τους, κι αυτοί από τους δικούς τους πατέρες, κι αυτοί από τους δικούς τους, κι έφτασε ίσαμε την εποχή μας χάρη στην παράδοση. – Κάθε φορά που γυρίζω στην Τήνο, σκέφτομαι τη Μεγαλόχαρη, την Παναγία τη θαυματουργή, μονολόγησε η Δέσποινα, που προστατεύει την Ελλάδα ολόκληρη... Είπε και τα μάτια της τα μελιά γέμισαν όνειρα, νοσταλγία και... ελπίδα. Με τα λόγια της προσπαθούσε να πάρει μέρος στην κουβέντα των παιδιών και να γίνει κι εκείνη ένα με την παρέα τους. – Κι εγώ πιστεύω στη Θεοτόκο και προσεύχομαι σ’ αυτήν ως την μεγάλη Μητέρα όλων των ανθρώπων, συμπλήρωσε σκεφτικά ο Μάριος. – Εγώ όταν φοβάμαι, φωνάζω «Παναγιά μου!» είπε η Μυρτώ. – Κι εγώ όταν τρομάζω, λέω «Παναγίτσα μου» και «μανούλα μου!» είπε η Βαγγελιώ. – Εγώ απλά την αγαπώ την Πλατυτέρα, όπως τη λέει ο παππούς μου, γιατί έτσι όπως ανοίγει την αγκαλιά της στην εικόνα, είναι σαν να αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, ανέφερε ο Βαγγέλης.
Απόσπασμα από το Βιβλίο της Αγγελικής Μαστρομιχαλάκη "Η Παναγία ταξιδεύει με τα παιδιά"
Την τελευταία χρονιά που ο Χριστός πήγαινε μαζί με τους μαθητές του στα Ιεροσόλυμα, για τη μεγάλη γιορτή των Ισραηλιτών, το Πάσχα, μεγάλη υποδοχή έκανε ο λαός για τον Βασιλιά των Ουρανών. Ο Ιησούς μπήκε στην πόλη καθισμένος σ’ ένα μικρό γαϊδουράκι, που στη ράχη του δεν κάθισε ποτέ κανείς. Στα Ιεροσόλυμα τις μέρες εκείνες πλήθος λαού βρισκόταν, για να γιορ τάσει το Πάσχα. Είχαν πληροφορηθεί πολλοί άνθρωποι την ανάσταση του Λαζάρου και τον ερχομό του Ιησού. Ετοιμάστηκαν λοιπόν και τον υποδέ χθηκαν σαν βασιλιά στρώνοντας στον δρόμο κλαδιά από φοίνικες και τα ρούχα τους. Άλλοι σκαρφάλωναν στα δέντρα για να Τον δουν κι άλλοι κουνούσαν κλαδιά και Τον επευφημούσαν λέγοντας: -Ωσαννά!* Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, δηλαδή Ευλογημένος Εκείνος που έρχεται σταλμένος από τον Θεό. Αυτή την ένδοξη και λαμπρή Κυριακή, με το πανηγύρι κατά την είσοδο του Χριστού στην Ιερουσαλήμ, αρχίζει η Μεγάλη Εβδομάδα για τους Χριστιανούς. Πηγαίνοντας στην εκκλησία αφιερώνουμε την ημέρα μας στη δόξα Του και μοιράζουμε την καρδιά μας μαζί Του. Αυτή την ημέρα οι ναοί όλοι είναι στολισμένοι με κλαδιά βάγιας και έχουν παντού κλαδιά δάφνης για το πέρασμα του Λυτρωτή του κόσμου. Τα βάγια είναι κλαδιά. Ο ιερέας στο τέλος της θείας λειτουρ γίας δίνει σ’ όλο τον κόσμο από ένα κλαδί. Τα βάγια που παίρνουν οι νοικοκυραίοι, μαζί με τα βασιλικά του Σταυρού και τα λουλούδια του Επιταφίου, τα φυλάνε στα εικονίσματά τους, και χρησιμεύουν ως “φυλαχτά” στο κάθε σπιτικό. Τη μέρα εκείνη λένε: Βάγια βάγια των Βαγιών τρώνε ψάρι και κολιό και την άλλη Κυριακή κόκκινο αυγό κι αρνί. Ενώ όμως το πρωινό ξεκίνησε ένδοξο, το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων η Εκκλησία πενθεί. Ο Νυμφίος Χριστός βαδίζει “προς το εκούσιον πάθος”. Οι εκκλησίες στολίζονται πένθιμα, κι οι ιερείς φορούν μαύρα ή μoβ άμφια. Τα φώτα είναι λίγα κι οι ψάλτες ψάλλουν αργά, ρυθμικά κι ευλαβικά: Ἰδούὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καί μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δέ πάλιν, ὅν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν, ψυχή μου, μή τῷὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καί τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς· ἀλλάἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶὁ Θεός· διά τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς. δηλαδή: Να, ο Νυμφίος έρχεται μεσάνυχτα και μακάριος ο δούλος, που ξύπνιο θα τον βρει. Ανάξιος είναι πάλι εκείνος που θα τον βρει να τεμπελιάζει. Πρόσεξε λοιπόν, ψυχή μου, μη νικηθείς από τον ύπνο, για να μην παραδοθείς στον θάνατο, κι έξω από τη βασιλεία του Θεού κλεισθείς. Αλλά σήκω και φώναξε: Άγιος, άγιος, άγιος είσαι, Θεέ μας· με τη βοήθεια της Θεοτόκου ελέησέ μας. Τότε ο ιερέας βγάζει από το Άγιο Βήμα την εικόνα του Θεανθρώπου, με το πονεμένο πρόσωπο και το ακάνθινο στεφάνι στα μαλλιά, με την κόκκινη χλαμύδα στους ώμους κι ένα καλάμι στα χέρια. Την τοποθετεί στο κέντρο του ναού. Κάθε ναός έχει αυτή την εικόνα ομοίωμα που λέγεται “η άκρα ταπείνωσις”. Παραμένει στο κέντρο του ναού μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν η Σταύρωση του Ιησού συγκλονίζει τη Χριστιανοσύνη.
Μεγάλη Εβδομάδα
H Μεγάλη Εβδομάδα κατέχει τη σημαντικότερη και κορυφαία θέση στη Σαρακοστή. Η περίοδος της προσευχής και της νηστείας ολοκληρώνεται με τον θρήνο και την αγωνία της Μ. Εβδομάδας, που μας οδηγεί μέσα από τη νίκη του θανάτου στην ελευθερία του ανθρώπου, που είναι η ανάσταση.
Μεγάλη Δευτέρα μεγάλη μέρα,
Μεγάλη Τρίτη ο Χριστός εκρίθη,
Μεγάλη Τετάρτη ο Χριστός εχάθη,
Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός ευρέθη,
Μεγάλη Παρασκευή ο Χριστός στο καρφί,
Μεγάλο Σάββατο ο Χριστός στην ταφή.
Μεγάλη Λαμπρή, αυγό και αρνί.
Απόσπασμα από το Βιβλίο της Αγγελικής Μαστρομιχαλάκη "Πάσχα Ελληνικό"
Εικονογράφηση: Σπύρος Ζαχαρόπουλος από το βιβλίο της Αγγελικής Μαστρομιχαλάκη "Πάσχα Ελληνικό"
Ανάσταση στηναγι’ Αναστασά
Διασκευή του πρωτότυπου κειμένου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Το ερείπιο, στη θέση Πρωί, ονομαζόταν από τον λαό Αγία Αναστασά. Ανατολικά ήταν το σωζόμενο τμήμα του τοίχου, καμπύλο προς τα έξω, το εκλάμβανε κανείς ως τμήμα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού. Άλλα λείψανα του κτιρίου δεν φαίνονταν και δύσκολα μπορούσε κανείς να υποθέσει το σχήμα, το μέγεθος και τον προορισμό της οικοδομής. Εσωτερικά του μικρού τοίχου δεν φαινόταν θυσιαστήριο. Δεν υπήρχε ίχνος επιχρίσματος ή τοιχογραφίας ή άλλο γνώρισμα. Αλλά εδώ, ίσως, προ οκτώ ή δέκα αιώνων, ν’ αναπέμπετο στον θρόνο του Θεού ο καπνός του θυμιάματος. Αγία Αναστασά ονομαζόταν. Οι βοσκοί ισχυρίζονταν ότι η Αγία Αναστασά είναι αυτή η Ανάσταση. Ο Γιάννης, που τον έλεγαν χαρακτηριστικά Κούτρη, ήθελε να εορτάσει με τους συγχωριανούς του χωριστά την Ανάσταση στα δικά του μέρη και επιθυμούσε να τελεσθεί η αναστάσιμη λειτουργία στην Αγία Αναστασά. Αφού παλαιότερα ήταν εκκλησία, και ο χώρος ήταν καθιερωμένος στη λατρεία του Χριστού, γιατί λοιπόν να μη λειτουργείται; Μάταια ο παπα-Αγγελής ξόδευε τη λίγη μάθησή του και την έμφυτη λογική του για να τον πείσει ότι ζητούσε παράλογα πράγματα. Ο Γιάννης έμεινε αμετάπειστος. -Πώς θα λειτουργήσω, ευλογημένε, σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγε ο ιερέας. Είδες ποτέ σου λειτουργία από κάτ’ απ’ τ’ αστέρια; -Και μήπως η Ανάσταση δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; Αντέλεγε ο βοσκός. Ο ιερέας τον κοίταξε προς στιγμή με αμηχα νία, έπειτα το βλέμμα του φωτίστηκε, σαν να του ήρθε ιδέα, και είπε: -Κάνουν Ανάσταση έξω απ’ τις εκκλησιές, ναι μα λειτουργία; Πώς θα λειτουργήσουμε; Δεν είναι Αγία Τράπεζα εγκαινιασμένη... To Πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθεί μια εκκλησία, να μη λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθεί κι εγκαινιασθεί πάλι… Ας είναι, μπο ρούμε να κάνουμε Ανάσταση στην Αγία Αναστασά, και αμέσως να πάρετε όλοι τα πράγματάσας και τις λαμπάδες σας αναμμένες και να πηγαίνου με κάτω στην Παναγία Δομάν και σας λειτουργώ εκεί. Ο ιερέας έβαλε ευλογητό στην ύπαιθρο, αφού φόρεσε μαύρο πετραχήλι και άρχισε να διαβάζει το “Κύματι θαλάσσης”. Έπειτα άναψε στο θυμιατό μοσχολίβανο, θύμιασε τους παρευρισκομένους όλους και κάνοντας απόλυση, έβγαλε το μαύρο πετραχήλι, φόρεσε άλλο κίτρινο μεταξωτό και λευκό φαιλόνι και ανάβοντας λαμπάδα, στράφηκε προς τον λαό, αρχίζοντας να ψάλλει μελωδικά το “Δεῦτε λάβετε φῶς” και “Τήν Ἀνάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ”. Και αφού άναψαν τις λαμπάδες όλοι, ανέγνωσε το Ευαγγέλιο και δοξάζοντας την Αγία Τριάδα, άρχισε με βροντερή φωνή να ψάλλει το Χριστός Ανέστη... Ωραία και γλυκιά ήταν η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του μεγαλομαρμάρου και επιβλητικού στην όψη από την πνοή της νυκτερινής αύρας πενήντα λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερή, διαυγής και μυστηριώδης, ανάμεσα σε γιγάντιες δρυς που υψώνουν υπερήφανα τους κλώνους τους. [Ο ιερέας τέλεσε την Ανάσταση κι έπρεπε τώρα να τελέσει την αναστάσιμη θεία λειτουργία σε ναό με Αγία Τράπεζα]. Δύο από τους βοσκούς φόρτωσαν τα ιερά, τα καλάθια και τα εορταστικά εφόδια στα γαϊδουράκια και κρατώντας οι μεν τις λαμπάδες τους αναμμένες, οι δε ανάβοντας μικρά φαναράκια, ξεκίνησαν για την Παναγιά τη Δομάν, βαδίζοντας μέσα από κακοτοπιές. Η σελήνη είχε ανατείλει πριν από τα μεσάνυχτα και ο δίσκος της, κατακόκκινος, φαινόταν πίσω από τις κορυφές των ψηλών δένδρων. Και οι θάμνοι σείονταν παντού, καθώς περνούσε η πομπή, και τα έντομα ξεσηκώνονταν από τον ύπνο τους, και τα νυχτοπούλια έφευγαν φοβισμένα. Και η αγραμπελιά η χιονανθής που μοσχοβολούσε στους φράχτες, εορτάζουσα την Ανάσταση, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλοκάμια της άνοιξης, έχυναν ζωηρότερα μέσα στη νύκτα την ευωδιά τους στον αέρα. Και η ασημένια σκόνη των άστρων λιγόστευε πάνω, καθώς υψωνόταν η σελήνη, και το αηδόνι ακουγόταν να κελαηδεί... Ήταν ήδη η ώρα δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπα-Αγγελής και οι πιστοί του έφθασαν στην Παναγία τη Δομάν. Ο ναός ήταν φτωχός αλλά διατηρημένος και μπορούσε να λειτουργηθεί. Η Παναγία της Δομάν, απλή αναπαράσταση της Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου, και περιβαλλομένη, σαν στεφανωμένη, από τον αειθαλή κόσμο των πελώριων δέντρων της, βρισκόταν ακόμη ορθή... Φωταγωγήθηκε το παρεκκλήσι, και οι γυναίκες των βοσκών άναψαν πάρα πολλά κεριά στα δυο μανουάλια. Μετά τη λειτουργία άναψαν φωτιά έξω από την πόρτα της εκκλησιάς, έστησαν μεγάλη χύτρα και έφτιαχναν τη σούπα. Δύο νεόνυμφοι φόρεσαν την κόκκινη φορεσιά τους με τ’ άσπρα κεντήματα. 53 Και ο ιερέας φόρεσε όλη την ιερατική του στολή, και ο γιος του και συλλειτουργός έψαλλε τον Κανόνα. Κατά το ξημέρωμα τελείωσε η λειτουργία με το “Χριστός Ανέστη”, και ο ουρανός κοκκινίζοντας προς την ανατολή έσμιγε με τη θάλασσα τη γαλανή, η δε σελήνη χλώμιασε και τα λίγα άστρα έσβηναν ένα-ένα στον αιθέρα... Τέλος, φάνηκε του ήλιου η πρώτη ακτίδα. Την ίδια στιγμή ακούστηκε πρώτη μεγάλη και επιβλητική φωνή, ο κλαγασμός του αετού, που χαιρέτησε την ανατολή του ήλιου πάνω στο βουνό, από τους άφθαστους και απάτητους βράχους του. Και δεύτερη χαιρετιστήρια φωνή ακούστηκε, ο κακκαβισμός του γερακιού, ο κρωγμός του πάνω στο βουνό, σε μια ψηλή χαράδρα του ιλιγγιώδους βουνού. Και Τρίτη φωνή χαιρέτησε το άστρο της ημέρας, ο τιτιβισμός της πέρδικας και της τρυγόνας στο μέσο της κοιλάδας. Και τελευταίο χαιρέτη σε με το κελάηδημά του την ανατολή του ήλιου το γλυκό χελιδόνι, που βρί σκει κι εφέτος τη φωλιά του άθικτη στα ιερά σκηνώματα του οίκου του Κυρίου, και στα καλύβια των χωρικών και στα σπί τια των αγαθών ανθρώπων της πόλης. Τότε τα κατσικάκια αισθάνθηκαν τη ζεστασιά και γλυκύτητα της μέρας κι άρχισαν τα χοροπηδήματά τους. Εκεί κάτω από τα ψηλά δέντρα, μέσα στην πρωινή αύρα, άρχισαν να μοιράζουν τα ευωδιαστά στη σούβλα αρνιά και κατσίκια. Έφαγαν και ευχαριστήθηκαν όλοι, κι ο παπα-Αγγελής ευλόγησε, καθώς έπρεπε, το κρασί και το μοίρασε. Κι ένας χωρικός σηκώθηκε κι ευχήθηκε σε όλους: -Χριστός Ανέστη, παιδιά! Αληθινός ο Κύριος! Ζει και βασιλεύει! Γεια μας! Καλή γεια! Καλή καρδιά! Χρόνια πολλά! Και του χρόνου να ’μαστε καλά! Πολλά έτη, παπά μου! Να χαίρεσαι το πετραχήλι σου! Χριστός Ανέστη!
Απόσπασμα από το Βιβλίο της Αγγελικής Μαστρομιχαλάκη "Πάσχα Ελληνικό"