«-Ένα δελφίνι! φώναξε η Μαρία. Ένα δελφίνι σας λέω, κοιτάξτε.
Όλοι σηκώθηκαν και πλησίασαν στη κουπαστή για να δουν καλύτερα. Πραγματικά! Ήταν ένα παιχνιδιάρικο δελφίνι που ακολουθούσε το πλοίο και πεταγόταν πότε-πότε ψηλά στον ουρανό κάνοντας ένα ημικύκλιο για να ξαναβουτήξει με χάρη στα μαβιά νερά. Ήταν ευτυχισμένο και χαιρόταν την ελευθερία και τη ζωή δείχνοντάς το με αυτόν τον μοναδικό τρόπο. -Αχ, μανούλα, πόσο όμορφο είναι! είπε η Μαρία. Δεν έχω ξαναδεί αληθινό δελφίνι! -Και πόσο ψηλά πηδάει! συμπλήρωσε ο Θοδωρής. -Χαίρεται σαν μικρό παιδί! ψιθύρισε ο Γιάννης. -Λες και θέλει κάτι να πει με τα καμώματά του, είπε η μητέρα πιάνοντας από τους ώμους τον Γιάννη και τον Θοδωρή. -Θέλει να πει πως δεν νοιάζεται για την αυριανή μέρα, γιατί ο Δημιουργός θα το φροντίσει, ακούστηκε ο πατέρας να λέει σιγανά. Δεν το βλέπετε; Θέλει να ευχαριστήσει τον Θεό για την ευτυχία του. Γι' αυτό και πηδάει ψηλά στον ουρανό και χάνεται πάλι πίσω στη θάλασσα. Μοιάζει να προσεύχεται με τον δικό του τρόπο! Η μητέρα χαμογέλασε και σιωπηλά όλοι συνέχισαν να κοιτούν την υπέροχη «προσευχή» του δελφινιού μέχρι που χάθηκε στον χρυσαφένιο ορίζοντα. Γρήγορα όμως άλλες ωραίες εικόνες ήρθαν να συμπληρώσουν τη χαρά των παιδιών. Νησιά με άσπρα σπίτια και γαλάζια παράθυρα, λουλουδιασμένα μπαλκόνια, εκκλησιές πάνω στα βράχια, δίπλα στη θάλασσα, κοντά σε γκρεμούς που νόμιζες πως τις κρατούσε το χέρι του Θεού, ανεμόμυλοι που τραγουδούσαν στο πέρασμα του ανέμου. Η ομορφιά δεν περιγράφεται με λόγια... Τη ζεις, τη νιώθεις, την αγαπάς.» Απόσπασμα από το βιβλίο του Π. Ζούρα
"Ο Θησαυρός του Γέροντα" |
«-Δηλαδή μπορώ να γίνω κι εγώ ένας μικρός θεός; ρώτησε η Μαρία.
- Εσύ ήδη είσαι ένας μικρός άγγελος! απάντησε γελώντας η μητέρα. Αλλά ναι! Αν προσπαθήσεις και κάνεις ό,τι ο Θεός αγαπά, τότε σίγουρα θα φτάσεις ακόμα πιο κοντά Του. - Και τι αγαπά ο Θεός; ξαναρώτησε, ενώ τα μάτια της άρχισαν να βαραίνουν. - Ο Θεός αγαπά τα παιδιά που κοιμούνται όταν νυστάζουν, συμπλήρωσε ο πατέρας παίρνοντάς την αγκαλιά. Κι αφού εκείνη είπε σ' όλους καληνύχτα την πήγε στο κρεβάτι της. Κι επειδή το παράθυρο της ήταν κοντά στο μέρος που οι υπόλοιποι κάθονταν, την άκουσαν όλοι να λέει την προσευχή της: «Σ' ευχαριστώ Θεέ μου για την όμορφη μέρα που πέρασα! Σ' ευχαριστώ που με αγαπούν τόσο η μαμά και ο μπαμπάς! Σ' ευχαριστώ που έχω αδέλφια και παίζω μαζί τους, κι ας μαλώνουμε καμιά φορά! Σε παρακαλώ να μας φυλάς όλους γιατί Σε αγαπούμε και προσπαθούμε να Σου μοιάσουμε! Κι αν μπορείς πες του παππού μου που είναι κοντά Σου, πως μου αρέσουν πολύ οι ιστορίες του και πως όταν τις ακούω, νομίζω πως εκείνος μου μιλά! Καληνύχτα!» Ήταν η πιο ωραία προσευχή που είχαν ακούσει ποτέ τους. Και ήταν ωραία, γιατί τα λόγια της Μαρίας έβγαιναν από την καρδιά της κι έφταναν σίγουρα στ’ αφτιά του Θεού. Για λίγη ώρα δεν μιλούσε κανείς τους απολαμβάνοντας την ησυχία της καλοκαιρινής βραδιάς που το νοτισμένο χώμα μύριζε ακόμα και τα γιασεμιά σκόρπιζαν το μεθυστικό τους άρωμα». Απόσπασμα από το βιβλίο του Π. Ζούρα
"Ο Θησαυρός του Γέροντα" |
«Στο παζάρι χθες που πήγα
είδα μια τεμπέλα μύγα και μου ήρθε στο μυαλό παραμύθι γελαστό. Πρέπει να σας την πω τούτη την ιστορία, για να γελάσετε όπως γέλασα κι εγώ, όταν μου την έφερε ο άνεμος στ’ αυτιά μου. Ακούστε λοιπόν: Ήταν μια μέρα με τσουχτερό κρύο. Ένα κρύο παράξενο. Και σε κείνο το αφάνταστο και παράξενο κρύο δύο βόδια σ’ έναν κάμπο τραβούσαν με κόπο το άροτρο . Τραβούσαν και ίδρωναν, τραβούσαν και ίδρωναν. Είχαν ξεκάμει πια τα καημένα. Ο κύρης τους προσπαθούσε συνέχεια να τους δίνει κουράγιο φωνάζοντας: – Άιντε μπρος, καμάρια μου, και τελειώνουμε! Άιντε, παλικάρια μου! Κι όταν εκείνα κοντοστέκονταν λιγάκι να ξαποστάσουν, έτρωγαν μια δυνατή βιτσιά στα καπούλια και συνέχιζαν αδιαμαρτύρητα. Όπως λοιπόν εκείνα όργωναν, περνά πετώντας μια μύγα και κάθεται στο κέρατο του ενός βοδιού. Βολεύεται, στηρίζεται καλά σε ένα αναπαυτικό σημείο και απολαμβάνει το θέαμα. Περνά από εκεί και μια αλεπού που βλέπει τη μύγα και της χαμογελά. Καθώς γνωρίζονταν από παλιά, τη χαιρετά εγκάρδια: – Καλημέρα, κουμπάρα μύγα. – Καλημέρα και σε σένα, κουμπάρα αλεπού! – Τι χαμπάρια, κουμπάρα μύγα; Τι γίνεται; Και η μύγα με βαθύ αναστεναγμό απάντησε στην αλεπού: – Αχ, μα τι θέλεις να γίνεται, βρε κουμπάρα αλεπού; Δε βλέπεις; ... Οργώνουμε!». Απόσπασμα από το βιβλίο του Π. Ζούρα
"Παραμύθια της Καλαβρίας" |
Email Αγγελική Μαστρομιχαλάκη |
Email Παντελής Ζούρας |